- χαρτονοποιός
- ο хозяин картонной фабрики
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χαρτονοποιός — ο, Ν ιδιοκτήτης χαρτονοποιείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτόνι + ποιός*] … Dictionary of Greek
χαρτονοποιείο — το, Ν [χαρτονοποιός] εργοστάσιο παραγωγής χαρτονιού … Dictionary of Greek